πεθερικά

πεθερικά
τα
οι γονείς του ή της συζύγου σε σχέση με τη νύφη ή το γαμπρό: Κάναμε Πάσχα με τα πεθερικά μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεθερικός — ή, ό [πεθερός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεθερό ή στην πεθερά («στο σπίτι το πεθερικο») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πεθερικά α) ο πεθερός και η πεθερά μαζί β) το σπίτι και η οικογένεια τού πεθερού («θα κάνουμε επίσκεψη στα πεθερικά… …   Dictionary of Greek

  • αντιπροίκι — το (Μ ἀντιπροίκι) προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τους γονείς της νύφης, ως αντάλλαγμα για την προίκα που θα πάρει («συ που χεις κάλλη για προικιά και χάρες γι αντιπροίκια», Γρυπάρης) νεοελλ. 1. δώρο ή δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη πριν από… …   Dictionary of Greek

  • πουλερικό — και παλ. τ. πουλλερικό, το, Ν συν. στον πληθ. τα πουλερικά συνοπτική ονομασία τών κατοικίδιων πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί / πουλλί + κατάλ. ερικά κατά τα πεθερικά, σιδερικά] …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • ακουμπώ — και ακουμπίζω ησα, ημένος και ισμένος, ως μτβ. 1. εγγίζω: Μόλις ακούμπησα το βάζο έπεσε κι έσπασε. 2. στηρίζω κάτι κάπου: Ακούμπησε τα βιβλία στο τραπέζι. 3. μτφ., καταθέτω χρήματα στην τράπεζα: Τις οικονομίες του τις ακουμπά ταχτικά στην τράπεζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προστριβή — η διαφωνία, διένεξη, φιλονικία, μάλωμα: Έχει ταχτικά προστριβές με τα πεθερικά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”